βακούφικος

βακούφικος
-η, -ο και -κός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει σε βακούφι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βακούφικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρια ή εκκλησίες: Αυτά τακτήματα είναι βακούφικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”